- φοιτῆσαν
- φοιτάωgo to and froaor part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δημητσάνα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 960 μ., 611 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου καθώς και έδρα, μαζί με τη Μεγαλόπολη, της μητρόπολης Γόρτυνος και Μεγαλουπόλεως. Η Δ. είναι χτισμένη σε ένα ύψωμα, με… … Dictionary of Greek
δημογραφικό πρόβλημα — Όρος που περιγράφει τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη δυσανάλογη αύξηση ή μείωση του πληθυσμού καθώς και τις αλλαγές της πληθυσμιακής σύνθεσης μιας χώρας ή περιοχής. Ο Αριστοτέλης έγραψε: «Μίαν γαρ πληγήν ουχ’ υπήνεγκεν η πόλις, αλλ’… … Dictionary of Greek
Ελληνομουσείον — Ελληνικό σχολείο ανωτέρων σπουδών, που λειτούργησε στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Ε. υπήρχαν σε πολλές περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας· ορισμένα από αυτά βρίσκονταν εκτός των περιοχών με ελληνικό πληθυσμό. Ένα σχολείο του είδους λειτουργούσε … Dictionary of Greek
Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης — Ελληνικό σχολείο της Σμύρνης (1733 1922). Υπήρξε το σημαντικότερο εκπαιδευτικό κέντρο του ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Ιδρύθηκε από τρεις φιλόμουσους Σμυρναίους, τους Παντελή Σεβαστόπουλο, Γεώργιο Όμηρο και Ζωρζή Βιτάλη, με σκοπό «την διάδοσιν… … Dictionary of Greek
Θεμίσων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Τύραννος της Ερέτριας (4ος αι. π.Χ.). Το 336 π.Χ. προσάρτησε ειρηνικά τον Ωρωπό, που ανήκε τότε στην Αθήνα, στο κράτος του, προκαλώντας έτσι την αντίδραση των Αθηναίων, οι οποίοι έσπευσαν να πολιορκήσουν την πόλη.… … Dictionary of Greek
Ιμέριος — I (315 – 385 μ.Χ.). Ρήτορας και σοφιστής από την Προύσα. Έζησε τον περισσότερο καιρό στην Αθήνα, όπου ίδρυσε περίφημη σχολή ρητορικής, στην οποία φοίτησαν μεταξύ άλλων ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός και o Βασίλειος o Μέγας. Από τους λόγους του σώθηκαν … Dictionary of Greek
Κάλβααρτ, Ντιονίζιο — (Dionisio Calvaert, 1545 – 1619). Φλαμανδός ζωγράφος. Εγκαταστάθηκε στην Ιταλία όπου έγινε γνωστός με το όνομα Διονύσιος ο Φλαμανδός (Fliammingo). Στα έργα του είχε επηρεαστεί από τον Ραφαήλ. Ο Κ. ίδρυσε σχολή ζωγραφικής στην Μπολόνια, στην οποία … Dictionary of Greek
Καρπενήσι — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 960 μ., 6.592 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Ευρυτανίας. Είναι χτισμένη στις νοτιοδυτικές πλαγιές του όρους Τυμφρηστός. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Θεωρείται μία από τις γραφικότερες κωμοπόλεις της Ελλάδας, γεγονός… … Dictionary of Greek
Λυγκέας — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους Αφαρητιάδες, γιος του Aφαρέα και της Αρήνας και αδελφός του Ίδα, με τον οποίο αποτελούσε ένα θεϊκό ζευγάρι διδύμων. Ο Παυσανίας αναφέρει (Δ’, 2,5) ότι και οι δύο αδελφοί ζούσαν στην Αρήνη, πόλη της… … Dictionary of Greek
Μαρτελάος, Αντώνιος — (Ζάκυνθος 1754 – 1818). Λόγιος και στιχουργός. Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, διδάχτηκε τα ελληνικά γράμματα από τον άλλοτε καθηγητή της Αθωνιάδος, Παναγιώτη Παλαμά, ενώ συγχρόνως φοιτούσε στο ιταλικό σχολείο της Ζακύνθου. Αργότερα ίδρυσε και… … Dictionary of Greek